προπύργιον

προπύργιον
προπύργιον
small outwork
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπυργίοις — προπύργιον small outwork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυργίων — προπύργιον small outwork neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπύργια — προπύργιον small outwork neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπύργιο — το / προπύργιον, ΝΜΑ μικρός πύργος ο οποίος βρίσκεται μπροστά και πριν από άλλους μεγαλύτερους, προχωρημένο οχύρωμα, προτείχισμα, προμαχώνας νεοελλ. 1. συνεκδ. ασφαλής, οχυρή θέση 2. καθετί που παρέχει προστασία και ασφάλεια («το Βυζάντιο υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”